διαβαπτιζομαι

διαβαπτιζομαι
    διαβαπτίζομαι
    δια-βαπτίζομαι
    досл. нырять взапуски, перен. перебраниваться, ругаться
    

(τινι Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαβαπτιζομαι" в других словарях:

  • διαβαπτίζομαι — (Α) 1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα 2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες …   Dictionary of Greek

  • διαβαπτιζόμενος — διαβαπτίζομαι dive for a match pres part mp masc nom sg διαβαπτίζομαι dive for a match pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαπτισθείη — διαβαπτίζομαι dive for a match aor opt mp 3rd sg διαβαπτίζομαι dive for a match aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαπτίζεσθαι — διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf mp διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβαπτίζειν — σύν διαβαπτίζομαι dive for a match pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»